Δερματικά αλλεργικά τεστ
August 2, 2023Πρωτοπαθής δυσκινησία κροσσών
August 3, 2023Η κυστική ίνωση είναι το συχνότερο από τα σοβαρά γενετικά νοσήματα της λευκής φυλής και οφείλεται σε μεταλλάξεις ενός γονιδίου που αποκαλείται cystic fibrosis transmembrane conductance regulator ή CFTR. Η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων φέρει δύο φυσιολογικά CFTR ενώ οι πάσχοντες φέρουν δύο μεταλαγμένα. Φορείς αποκαλούνται όσοι φέρουν ένα φυσιολογικό και ένα παθολογικό CFTR γονίδιο. Οι φορείς δεν πάσχουν από κυστική ίνωση.
Το CFTR γονίδιο είναι υπεύθυνο για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται και αυτή CFTR. Σε φυσιολογικές συνθήκες η πρωτεΐνη αυτή βρίσκεται στην επιφάνεια πολλών κυττάρων του οργανισμού και λειτουργεί ως δίαυλος ιόντων. Στην κυστική ίνωση η CFTR πρωτεΐνη είτε δεν υπάρχει καθόλου είτε είναι μειωμένης λειτουργικότητας. Υπάρχουν πάνω από 2000 μεταλλάξεις του CFTR γονιδίου, ωστόσο μόνο 20 περίπου από αυτές ανιχνεύονται σχετικά συχνά ενώ οι υπόλοιπες είναι εξαιρετικά σπάνιες. Η πάθηση κληρονομείται με τον υπολειπόμενο σωματικό χαρακτήρα κάτι που σημαίνει πως και οι δύο γονείς θα πρέπει να είναι φορείς, δηλαδή να φέρουν από ένα μεταλλαγμένο CFTR γονίδιο στο γενετικό τους υλικό και να το μεταδώσουν και οι δύο στο παιδί τους. Κάθε παιδί που γεννιέται από δύο γονείς που είναι φορείς του CFTR γονιδίου έχει 25% πιθανότητα να είναι υγιές, 50% να είναι υγιής φορέας και 25% να πάσχει από τη νόσο.
Το ποσοστό των υγιών ατόμων που είναι φορείς ενός μεταλλαγμένου CFTR γονιδίου στην Ελλάδα είναι περίπου 5%. Με βάση αυτό μπορούμε αδρά να εκτιμήσουμε πως στη χώρα μας σε κάθε 2.000 – 2.500 γεννήσεις θα έρχεται στη ζωή ένα παιδί που πάσχει από κυστική ίνωση.
Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις της νόσου οφείλονται στη διαταραχή της διακίνησης των ιόντων χλωρίου και νατρίου καθώς και του νερού που συνοδεύει την κίνησή τους. Η διαταραχή αυτή οδηγεί σε δημιουργία παχύρρευστων εκκρίσεων, κατά κύριο λόγο στους πνεύμονες και το πάγκρεας, αλλά και σε πολλά άλλα όργανα.
Στο αναπνευστικό σύστημα οι παχύρρευστες εκκρίσεις συσσωρεύονται στους βρόγχους με αποτέλεσμα την προοδευτική τους απόφραξη και την εγκατάσταση χρόνιας ενδοβρογχικής λοίμωξης από διάφορους μικροοργανισμούς, όπως ο σταφυλόκοκκος, ο αιμόφιλος και η ψευδομονάδα. Η τελευταία προοδευτικά καθίσταται ο κύριος παθογόνος μικροοργανισμός. Οι κλινικές εκδηλώσεις από το αναπνευστικό είναι συνήθως εμφανείς από τη βρεφική ηλικία αν και κάποιες φορές μπορεί να είναι ήπιες και να διαλάθουν της προσοχής. Τα κύρια συμπτώματα είναι ο βήχας, η ταχύπνοια και ο συριγμός που πυροδοτούνται ή επιδεινώνονται από τις κοινές ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού. Ο βήχας αρχικά είναι παροδικός, σύντομα όμως καθίσταται το κυρίαρχο, καθημερινό σύμπτωμα. Καθώς το παιδί μεγαλώνει ο βήχας αρχίζει να συνοδεύεται με απόχρεμψη πτυέλων. Η χρόνια πνευμονική νόσος χαρακτηρίζεται από εξάρσεις που χαρακτηρίζονται από αύξηση του βήχα και της απόχρεμψης, ελάττωση της πνευμονικής λειτουργίας και άλλα μη ειδικά συμπτώματα όπως ανορεξία και κόπωση. Σε προχωρημένα στάδια της νόσου μπορεί να εμφανισθεί αιμόπτυση λόγω διάβρωσης του τοιχώματος των βρόγχων από την ενδοβρογχική φλεγμονή.
Οι κλινικές εκδηλώσεις από το γαστρεντερικό σύστημα οφείλονται κυρίως στην ανεπάρκεια του παγκρέατος η οποία απαντάται στο 90% περίπου των ασθενών. Το πάγκρεας καταστρέφεται γιατί το δίκτυο των εσωτερικών του σωληνίσκων αποφράσσεται από παχύρρευστες εκκρίσεις. Έτσι τα υγρά που παράγει το πάγκρεας και περιέχουν διάφορα ένζυμα, δεν καταλήγουν όπως θα έπρεπε στο έντερο αλλά λιμνάζουν εντός του οργάνου. Αυτό έχει ως συνέπεια την καταστροφή του παγκρέατος από τη δράση των δικών του ενζύμων. Η καταστροφή αυτή επέρχεται συνήθως κατά τη διάρκεια της εμβρυικής ζωή και η κύρια εκδήλωση της είναι η αδυναμία απορρόφησης από το έντερο μεγάλου μέρους της τροφής. Έτσι ,παρά την επαρκή σίτιση, οι ασθενείς υπολείπονται σε θρέψη, οι δε κενώσεις τους είναι ογκώδεις και δύσοσμες. Η ανεπαρκής θρέψη γίνεται εμφανής από την πρώτη βρεφική ηλικία. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η δυσαπορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών Α, D, E και Κ.
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα και το ιστορικό του ασθενούς, επιβεβαιώνεται δε με τον ποσοτικό προσδιορισμό του χλωρίου στον ιδρώτα (τεστ ιδρώτα). Τιμές μεγαλύτερες από 60 mEq/L είναι παθολογικές, ενώ μεταξύ 30 και 60 mEq/L θεωρούνται οριακές. Σε περιπτώσεις διαγνωστικών αμφιβολιών, σημαντική βοήθεια παρέχει η μοριακή γενετική ανάλυση που μπορεί να προσδιορίσει τις μεταλλάξεις του CFTR γονιδίου.
Ριζική θεραπεία για την κυστική ίνωση δεν υπάρχει. Η θεραπευτική αγωγή είναι κυρίως συμπτωματική. Όσον αφορά το αναπνευστικό σύστημα η αγωγή συνίσταται κατά κύριο λόγο σε αντιβιοτικά από του στόματος, ενδοφλεβίως, ή υπό μορφή εισπνοών, με σκοπό την αντιμετώπιση της χρόνιας ενδοβρογχικής λοίμωξης και των εξάρσεων της. Απαραίτητη είναι και η καθημερινή φυσιοθεραπεία του αναπνευστικού. Η από του στόματος λήψη παγκρεατικών ενζύμων και λιποδιαλυτών βιταμινών στους ασθενείς που παρουσιάζουν παγκρεατική ανεπάρκεια, αποτελεί τον δεύτερο βασικό πυλώνα στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται συνεχώς νέες, καινοτόμες θεραπείες, που στοχεύουν στα αίτια της νόσου και ειδικότερα στην επιδιόρθωση ή την ενίσχυση της λειτουργίας της παθολογικής CFTR πρωτεΐνης. Υπάρχουν αρκετοί συνδυασμοί φαρμάκων, ο καθένας από τους οποίους απευθύνεται σε πάσχοντες που φέρουν συγκεκριμένες μεταλλάξεις της νόσου. Τα αποτελέσματα των θεραπειών αυτών είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά. Η γονιδιακή θεραπεία, που στοχεύει στο σύνολο των ασθενών, άσχετα με τις μεταλλάξεις που φέρουν, βρίσκεται σε πρώιμη φάση ανάπτυξης, με ενθαρρυντικά πάντως μέχρι στιγμής αποτελέσματα.
Με τη γνώση που έχουμε αποκτήσει για τη νόσο και την επιθετικότερη θεραπευτική αγωγή που πλέον εφαρμόζεται, ο μέσος χρόνος επιβίωσης των ασθενών έχει ήδη φθάσει τα 50 έτη και συνεχίζει να αυξάνεται. Εκτιμάται ότι με την εφαρμογή των νέων μοριακών θεραπειών τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα και έχουν πρόσβαση στις νέες θεραπείες από πολύ νωρίς, θα έχουν προσδόκιμο επιβίωσης που δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από αυτό των υγιών παιδιών.