Τραχειομαλάκυνση
August 3, 2023Χρόνια ενδοβρογχική λοίμωξη
August 3, 2023Η τροφική αλλεργία είναι μια έντονη αντίδραση του ανοσολογικού συστήματος σε ένα συνηθισμένο τρόφιμο σαν αυτό να ήταν επικίνδυνο για τον οργανισμό. Η αντίδραση προκαλείται όταν το άτομο καταναλώσει μια μικρή συνήθως ποσότητα αν και κάποιες φορές αντιδράσεις μπορούν να προκληθούν ακόμη και με την επαφή του τροφίμου με το δέρμα ή και εισπνοή ατμών από το μαγείρεμα της συγκεκριμένης τροφής. Η μεγάλη πλειοψηφία των αλλεργικών αντιδράσεων συμβαίνει εντός λίγων λεπτών έως μίας ώρας από την κατανάλωση της τροφής. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα είδη τροφικής αλλεργίας όπου τα συμπτώματα εμφανίζονται με καθυστέρηση ωρών ή ακόμη και ημερών.
Οι πιο συνηθισμένες τροφές στις οποίες μπορεί κάποιος να αναπτύξει αλλεργία είναι:
Γάλα (καθώς και όλα τα γαλακτοκομικά όπως βούτυρο, τυρί κλπ)
Αυγά
Ξηροί καρποί
Δημητριακά
Ψάρια
Θαλασσινά (οστρακοειδή και μαλάκια)
Όσπρια (κυρίως φακές)
Σόγια
Η τροφική αλλεργία μπορεί να αφορά μία ή περισσότερες τροφές. Θα πρέπει να τονισθεί πως όλες οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που μπορεί να προκληθούν από τα τρόφιμα δεν είναι αλλεργίες. Για παράδειγμα, η τροφική δηλητηρίαση από ένα αλλοιωμένο τρόφιμο, η γαστρίτιδα μετά από γεύμα με πολλά μπαχαρικά, η δυσανεξία στη λακτόζη, είναι όλες αντιδράσεις που οφείλονται σε τροφές χωρίς να είναι αλλεργίες.
Τα συμπτώματα της τροφικής αλλεργίας κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά.
Ως ήπια συμπτώματα θεωρούνται τα εξής:
- Κνίδωση (κόκκινα και επηρμένα εξανθήματα με έντονη φαγούρα)
- Διάχυτη ερυθρότητα του δέρματος
- Αγγειοοίδημα (οιδηματώδης διόγκωση περιοχών του δέρματος, συχνά σε βλέφαρα και χείλη)
- Μπούκωμα και καταρροή της μύτης καθώς και φταρνίσματα
Τα σοβαρότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
- Βήχας, «σφίξιμο» στο λαιμό ή στο στήθος, δυσκολία στην αναπνοή
- Έντονος πόνος στην κοιλιά, έμετοι
- Αίσθημα ζάλης ή απώλεια των αισθήσεων
Τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο ενώ ακόμη και το ίδιο άτομο να έχει διαφορετικά συμπτώματα κάθε φορά.
Η πλέον επικίνδυνη εκδήλωση της τροφικής αλλεργίας είναι η αναφυλαξία που θα πρέπει να τη σκεφτόμαστε όταν υπάρχει αποδεδειγμένη, ή έστω πιθανή, επαφή του αλλεργικού παιδιού με το υπεύθυνο τρόφιμο και επιπλέον εμφάνιση κάποιων από τις παραπάνω εκδηλώσεις που θα πρέπει όμως να αφορούν δύο τουλάχιστον «συστήματα» του οργανισμού, πχ από το δέρμα και το αναπνευστικό, ή το δέρμα και την κοιλιά. Η αντιμετώπιση της αναφυλαξίας πρέπει να είναι άμεση ακόμη και αν τα συμπτώματα δεν είναι ιδιαίτερα έντονα. Το μόνο αποτελεσματικό φάρμακο είναι η αδρεναλίνη (ή επινεφρίνη) που χορηγείται με ενδομυική ένεση. Σε κάθε περίπτωση που υπάρχει υποψία αναφυλαξίας θα πρέπει να χορηγείται χωρίς καθυστέρηση το φάρμακο από τους γονείς (ή και από το ίδιο το παιδί εάν είναι μεγαλύτερο) με τις ειδικές αυτοενιέμενες συσκευές και στη συνεχεία να αναζητείται ιατρική βοήθεια.
Τα άτομα με τροφικές αλλεργίες θα πρέπει να αποφεύγουν τελείως τις υπεύθυνες τροφές. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι αρκετά δύσκολο στην πραγματική ζωή και κατά συνέπεια θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν μια μη αναμενόμενη αλλεργική αντίδραση οποιαδήποτε στιγμή. Πριν από την κατανάλωση κάθε συσκευασμένου τροφίμου θα πρέπει να γίνεται προσεκτική ανάγνωση των αλλεργιογόνων που περιέχονται και τα οποία αναγράφονται υποχρεωτικά στη συσκευασία. Αντίστοιχα, όταν πρόκειται για κατανάλωση τροφίμων από φούρνους, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια κλπ. θα πρέπει να ερωτώνται οι υπεύθυνοι για την περιεκτικότητα του κάθε τροφίμου σε αλλεργιογόνα. Η οικογένεια ή και το ίδιο το παιδί θα πρέπει να είναι πάντα εφοδιασμένοι με αυτοενιέμενη αδρεναλίνη.
Γενικά, πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωσή τροφών που περιέχουν έστω και ίχνη του υπεύθυνου αλλεργιογόνου. Αυτό γιατί δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η ποσότητα του αλλεργιογόνου που απαιτείται για να προκληθεί αλλεργική αντίδραση. Κάποια άτομα μπορούν να ανεχθούν μικρές ποσότητες ενώ άλλα αντιδρούν ακόμη και σε ίχνη της τροφής. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές συνηθισμένες καταστάσεις, όπως η άσκηση, η έμμηνος ρύση, η κατανάλωση αλκοόλ, καθώς και διάφορες ιώσεις, μπορεί να ελαττώσουν την ποσότητα του αλλεργιογόνου που μπορεί να γίνει ανεκτό.